- τραγέλαφος
- ο невероятная вещь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τραγέλαφος — goat stag masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγέλαφος — ο, ΝΜΑ μυθικό ζώο με σώμα ελαφιού και τράγου συγχρόνως νεοελλ. 1. ζωολ. γένος αντιλόπης τής Αφρικής με δύο είδη 2. μτφ. αλλόκοτο, τερατώδες πράγμα («η υπόθεση κατάντησε σωστός τραγέλαφος») αρχ. 1. (στην Αραβία ή κοντά στον ποταμό Φάσι) είδος ζώου … Dictionary of Greek
τραγέλαφος — ο 1. φανταστικό ζώο των αρχαίων με σώμα τράγου και ελαφιού. 2. θηλαστικό της Αφρικής όμοιο με αντιλόπη. 3. μτφ., πράγμα τερατώδες, αλλόκοτο, τέρας: Το κατασκεύασμα αυτό είναι τραγέλαφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραγελάφου — τραγέλαφος goat stag masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγελάφους — τραγέλαφος goat stag masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγελάφων — τραγέλαφος goat stag masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγελάφῳ — τραγέλαφος goat stag masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγέλαφοι — τραγέλαφος goat stag masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγέλαφον — τραγέλαφος goat stag masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TRAGELAPHUS — in rerum Natura nuspiam repertri plurimis creditur, unde vulgari proverbiô hoc animal dixêre Graeci κατ᾿ οὐοενὸς, pro re, quae plane nulla est, teste Stephanô et Etymologô in γαληψὸς. Aristophanes quoque, inter figmenta Medicis aulaeis appingi… … Hofmann J. Lexicon universale
ίβηξ — ὁ, ἡ είδος αιγάγρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ibex < λατ. ibex, icis «τραγέλαφος» … Dictionary of Greek